προασπίζομαι

προασπίζομαι
προασπίζω
hold a shield before
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προασπίζω — ΝΜΑ υπερασπίζω, προφυλάσσω, προστατεύω αρχ. 1. κρατώ την ασπίδα μπροστά από κάποιον και τόν προφυλάσσω 2. προβάλλω κάτι σαν ασπίδα («ἡ περόνη δὲ Ἀθηνᾱν ἠλεκτρίνην ἔστεφε, τὴν Γοργοῡς κεφαλὴν εἰς θώρακα προασπίζουσαν», Ηλιόδ.) 3. παθ. προασπίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”